παραδιηγούμαι

παραδιηγούμαι
-έομαι, Α
διηγούμαι κάτι παρενθετικά ως κάτι διάφορο και ξένο προς την κυρίως διήγηση, διηγούμαι υπό μορφή παρεκβάσεως, «εν παρόδῳ».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ …   Dictionary of Greek

  • παραδιήγημα — τὸ, Α [παραδιηγούμαι] παρεμβαλλόμενη διήγηση, διήγηση που παρεμβάλλεται ως κάτι διάφορο ή ξένο προς την κυρίως διήγηση …   Dictionary of Greek

  • παραδιήγησις — ἡ, Α [παραδιηγούμαι] το παραδιήγημα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”